- ξηροφορώ
- ξηροφορῶ, -έω (Μ)1. μιλώ με ανιαρό, βαρετό τρόπο2. (κατά δ. ερμ.) φέρω ξηρά φρούτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -φορῶ (< -φόρος < φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek